κατενεχυράζω

κατενεχυράζω
κατενεχυράζω και κατενεχυριάζω (Α)
δίνω κάτι ως ενέχυρο, ενεχυριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐνεχυρ(ι)άζω «δίνω ως ενέχυρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατενεχυράζειν — κατενεχυράζω pledge pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενεχύραζεν — κατενεχυράζω pledge imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενεχυρασία — κατενεχυρασία, ἡ (Α) επιγρ. η παράδοση ενός πράγματος ως ενεχύρου, η ενεχυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατενεχυράζω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κατενεχύρασις] …   Dictionary of Greek

  • κατενεχυρασμός — κατενεχυρασμός, ὁ (Α) [κατενεχυράζω] κατενεχυρασία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”